- δραματοποιία
- δραματοποιίᾱ , δραματοποιίαdramatic compositionfem nom/voc/acc dualδραματοποιίᾱ , δραματοποιίαdramatic compositionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δραματοποιία — η (Α δραματοποιΐα) η τέχνη τού δραματοποιού, η τεχνική τής σύνθεσης δραμάτων … Dictionary of Greek
δραματοποιίας — δραματοποιίᾱς , δραματοποιία dramatic composition fem acc pl δραματοποιίᾱς , δραματοποιία dramatic composition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματοποιίαν — δραματοποιίᾱν , δραματοποιία dramatic composition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματουργία — η (Α δραματουργία) 1. δραματοποιία 2. δραματική διδασκαλία, θεατρική παράσταση … Dictionary of Greek
ερωτολογία — η 1. ομιλία, συζήτηση γύρω από τον έρωτα 2. μελέτη, πραγματεία για τον έρωτα 3. το συγγραφικό έργο που ασχολείται υπερβολικά με ερωτικά ζητήματα («όλη σχεδόν η δραματοποιία τών ρομαντικών είναι μικρολόγος ερωτολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος +… … Dictionary of Greek